Μια Ηπειρώτισσα απαντά σε έναν Ικαριώτη...

Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί απάντηση σε μια ανάρτηση στο διαδίκτυο που λίγο πριν τυχαία διάβασα. Σε τούτη εδώ:

http://rovithe.blogspot.gr/2013/01/blog-post.html

Αγαπητέ Β,

κατ' αρχάς να σου ευχηθώ καλή χρονιά και ελπίζω τη φετινή σου Πρωτοχρονιά να την έζησες σε καλύτερη εκδοχή από αυτή που περιέγραψες παραπάνω. Τυχαία βρέθηκα στο ιστολόγιό σου. Διάβασα όμως προσεκτικά όλα όσα έγραψες γιατί αφορούσαν καταστάσεις και πρόσωπα που γνωρίζω. Όχι, δεν ανήκω στη Χαονία, την ξέρω όμως καλά και την έχω ακούσει να τραγουδά και στην Άλλη Όχθη, και στο Παλλάς που έγραψε κάποιος άλλος φίλος σου, και σε πολλές ακόμη συναυλίες εντός και εκτός Ελλάδας.

Κι ο λόγος είναι όχι μόνο η προσωπική γνωριμία με τα μέλη της Χαονίας και ούτε μόνο η καταγωγή μου από την Ήπειρο. Μα τα ίδια τα τραγούδια τα πολυφωνικά. Ακριβώς όμως γι' αυτό θα πρέπει να σου πω ότι σε καταλαβαίνω απόλυτα. Που το έβαλες στα πόδια έστω και καθυστερημένα και προτίμησες το βρεγμένος παρά μοιρολογημένος. Γιατί τα πολυφωνικά τραγούδια δεν είναι για τον καθένα. Κι ακόμη χειρότερα, με τα τραγούδια αυτά συμβαίνει το εξής παράδοξο: Ή τα ακούς και συγκλονίζεσαι ή το βάζεις στα πόδια (όπως ακριβώς κι εσύ) κρατώντας τα αυτιά σου. Δεν έχει μάλιστα να κάνει με την καταγωγή, αν είσαι δηλαδή Ηπειρώτης ή Ικαριώτης. Θα σου πω για παράδειγμα πως η κοπέλα που άκουσες στην Άλλη Όχθη δεν είναι Ηπειρώτισσα. Είναι όμως από εκείνους, όπως κι εγώ, που τα πολυφωνικά τραγούδια μιλάνε στην ψυχή τους. Τυχαίο μάλιστα δεν είναι που ένας Θόδωρος Αγγελόπουλος διάλεξε ένα τέτοιο τραγούδι πολυφωνικό, το Μάρκο Μπότσαρη, ως τραγούδι τίτλων στην πρώτη του ταινία, την Αναπαράσταση.

Το θέμα μου όμως δεν είναι να σου εξυμνήσω τα πολυφωνικά ούτε να σου κάνω διάλεξη γι' αυτά. Δεν είμαι και ειδικός, είπα με συγκλονίζουν και αυτό και μόνο μπορώ να υπερασπιστώ. Και να σου εξηγήσω πως ήταν απόλυτα φυσιολογικό εσύ να είσαι από την αντίπερα ... όχθη, και όχι από την Άλλη. Όπως το ίδιο ένιωσα κι εγώ όταν επισκέφθηκα το δικό σου τόπο, την Ικαρία. Είχα ακούσει τα καλύτερα και είπα ένα καλοκαίρι να περάσω εκεί τις διακοπές μου. Απογοήτευση. Και δε με πιστεύουν κιόλας όταν το λέω ότι πέρασα χάλια. Με τη σημείωση πως δε με έφταιξε καθόλου η ηπειρώτικη καταγωγή μου αφού έχω έρωτα τρελό για ένα άλλο νησί του Αιγαίου, την Αστυπάλαια. Μπορείς εξάλλου να το διαπιστώσεις από παλιότερες αναρτήσεις του ιστολογίου μου.

Παραδέχομαι επίσης πως δε με έφταιξε ούτε η ίδια η Ικαρία. Απλά δε μου ταίριαξε. Και ο τόπος και οι άνθρωποι και κυρίως η νοοτροπία τους. Να πω για το απίστευτο ραχατιλίκι τους, που αναφέρει ακόμη και το λήμμα της Βικιπαίδειας; Να πω ότι βρίσκαμε κλειστά τα μαγαζιά τη μέρα και οι ντόπιοι μας ενημέρωναν λες και ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο ότι μόνο νύχτα τα ανοίγουν; Που καθόμασταν για φαγητό σε άδεια μαγαζιά και ο μαγαζάτορας παραδίπλα να κάαααααααθεται ατάραχος και να περνά η ώρα και να μην έρχεται να πάρει παραγγελία γιατί στην Ικαρία λέει έτσι κάνουν;

Ή να πω για το πώς οδηγούν; Εγώ τη γλίτωσα μονάχα με μια γρατζουνιά αλλά δεν ξεχνώ τα δεκάδες στραπατσαρισμένα αυτοκίνητα που φορτώθηκαν στο πλοίο της επιστροφής. Σε κανένα άλλο νησί δε μου έχει συμβεί τέτοια εμπειρία!

Να πω και για τα μιλιούνια τις σφήκες στον Αρμενιστή; Που δε σε άφηναν να φας; Ή για εκείνα τα τεράστια κύματα στις βόρειες παραλίες που ακόμη και δεινός κολυμβητής να είσαι κινδυνεύεις να πνιγείς;

Ή μήπως για το σπιτονοικοκύρη που μετά από τρεις συνεχόμενες μέρες διαμονής μας του παραπονεθήκαμε ότι είχε λερωθεί το δωμάτιο  κι αντί επιτέλους να φιλοτιμηθεί  και να το καθαρίσει, μας έδειξε πού είναι η σκούπα και το φαράσι; Ειλικρινά ούτε αυτό το χουνέρι μου έχει ξανασυμβεί σε άλλο νησί...

Από την άλλη δεν ξεχνώ πως όταν φεύγαμε έβγαλε ένα βαζάκι μέλι από την παραγωγή του και μας το χάρισε. Ούτε τον καλό εκείνο άνθρωπο που μας έμαθε το κόλπο να διώξουμε τις σφήκες. Και δεν ξεχνώ και το απίστευτο χρώμα των νερών. Ούτε ξεχνώ πως έχω καλούς φίλους από την Ικαρία που είναι έξω καρδιά. Και λέω και το εννοώ πως απλά εμένα δε μου ταιριάζει η Ικαρία. Καταλαβαίνοντας πως την ίδια ώρα κάποιοι άλλοι τη θεωρούν και ας μην είναι Ικαριώτες έναν παράδεισο επίγειο.

Χαίρομαι λοιπόν που κι εσύ παρά την αρνητική σου πρώτη εντύπωση έψαξες και βρήκες περισσότερα στοιχεία για τα πολυφωνικά. Δεν τράβηξες βιαστικά ένα μεγάλο Χ. Ενώ έχω φίλους μου που με ειλικρίνεια μου παραδέχτηκαν πως δε θα άντεχαν να τα ακούσουν δεύτερη φορά στη ζωή τους.

Από κει και πέρα όμως βρίσκω επιεικώς απαράδεκτο τον τρόπο που μιλάς για τα πρόσωπα. Και για την πένθιμη νεαρά όπως την αποκαλείς και για τον γεματούλη  κυριούλη, ακόμη και για τους Ηπειρώτες της παράνομης ταβερνούλας. Που δε μιλάνε, γράφεις, σχεδόν καθόλου μεταξύ τους.  Κοίτα, δε θα αμφισβητήσω καθόλου πως η νεαρά μπορεί να ήταν και πένθιμη. Κι ένας λόγος παραπάνω που τη γνωρίζω και βλέπω τις χρονολογίες που σημείωσες. Πότε δηλαδή συνέβησαν όσα γράφεις. Βλέπεις για κάποιους ανθρώπους δεν είναι από παράδοση και μόνο που λένε μοιρολόγια ακόμη και τις Πρωτοχρονιές και στους γάμους και στα πανηγύρια. Και το πένθος δεν είναι γνώρισμα μονάχα της μεγάλης ηλικίας. Χωρίς να το θέλεις με όσα έγραψες και τυχαία διάβασα ένιωσα εγώ να προσβάλλομαι εκ μέρους αυτής της κοπέλας. Και που ελπίζω να μη διαβάσει ποτέ η ίδια το κείμενό σου. Γιατί μπορεί εσύ ειρωνικά να την αποκαλείς χαροκαμένη μα είναι όντως. Και περισσότερο δε γίνεται.

Θα μου πεις τι έφταιγες εσύ και η παρέα σου να σας χαλάσει το κέφι της Πρωτοχρονιάς; Τι φταίγατε οι κεφάτοι Ικαριώτες να μοιραστείτε το μοιρολόγι των Ηπειρωτών και των συν αυτών; Ας φεύγατε. Ή ας διαλέγατε καλύτερα πού θα κάνετε Πρωτοχρονιά. Εξάλλου όλα αυτά όπως γράφεις δε συνέβησαν στις 2 και στις 3. Αλλά τα ξημερώματα. Νωρίτερα υπήρχε μουσική από σιντί και μάλιστα χορέψατε και δικά σας τραγούδια. Θέλω να πω ότι δεν πήγατε στο μαγαζί να κάνετε Πρωτοχρονιά και σας υποδέχτηκαν με μοιρολόγια. Μα κόντευε τέσσερις κατά πως λες. Σωστά;

Στις τέσσερις λοιπόν το πρωί οι άνθρωποι εκείνοι θέλησαν να αφήσουν την ψυχούλα τους λεύτερη και να τραγουδήσουν τους καημούς τους. Να αφήσουν το τραγούδι να ξεπλύνει και να απαλύνει τον πόνο. Όπως από αρχαιοτάτων χρόνων συμβαίνει στη χώρα αυτή, να εναποθέτουν στη δύναμη της τέχνης να αντιπαλέψει το φαρμάκι του θανάτου. Ή και όλα τα άλλα φαρμάκια της ζωής. Δεν είναι οι Ηπειρώτες που το ανακάλυψαν αυτό. Πως έχουμε την τέχνη για να μη μας συντρίψει η αλήθεια, που είπε και ο Νίτσε.

Και ίσως κι εσύ αυτό ακριβώς να ανακάλυψες μεγαλώνοντας και για τούτο και ο επίλογος που έγραψες:


"Άκουσα πάντως με περισσότερη προσοχή τα πολυφωνικά τους· μια ορισμένη παραδοξότητα στο πέλαγος της μονοφωνίας της παραδοσιακής μας μουσικής. 

Εξακολουθεί να μη με ενθουσιάζει, αλλά η αλήθεια είναι ότι την εκτιμώ πολύ περισσότερο τώρα. Μπορεί να φταίει η ξενητειά ή ο χρόνος που περνάει και το γήρας που ου γαρ έρχεται μόνον και φέρνει μια διάθεση πιο σκοτεινή. Ή πάλι μπορεί μεγαλώνοντας να εκτιμάς περισσότερο την παράδοση ή την αισθητική στην οποία δεν είχες εκτεθεί και τόσο νεώτερος. Ή τέλος μπορεί να αγαπάς κι εσύ μια νια κάπου σε κάποια γειτονιά, ποιος ξέρει.

Τι κακό έκανες δηλαδή, ο καημένος;"

Να λοιπόν που η ίδια η ζωή σε έφερε πιο κοντά στην πολυφωνική παράδοση. Κι ας είναι ξένη η αισθητική της για σένα. Δεν είναι όμως ξένα για κανέναν άνθρωπο τα θέματα των πολυφωνικών τραγουδιών. Και που θα μπορούσα να τα συνοψίσω στα εξής δύο: έρωτας και θάνατος. Τους δυο δηλαδή πανεπίσκοπους νόμους όχι μόνο της ζωής των ανθρώπων μα και του σύμπαντος ολόκληρου που λέει ένας άλλος αγαπημένος μου, ο Δημήτρης Λιαντίνης. Ο ίδιος έχει αναλύσει στα βιβλία του και τον πεσιμισμό των Ελλήνων που γέννησε την τέχνη τους, την αρχαία τους τέχνη αλλά και τη νεότερη αυθεντική τέχνη του λαού μας. Μια τέχνη βαθιά ποτισμένη από τον καημό του θανάτου.

Η Άλλη Όχθη που σου χάλασε τη δική σου Πρωτοχρονιά, αυτόν τον άλλο πολιτισμό πρεσβεύει και υπηρετεί. Και την τέχνη εκείνη που δεν είναι ώπα ώπα αλλά καθαρτήριο για όσα βαραίνουν την ψυχούλα μας. Δηλαδή την τέχνη που αποτελεί ψυχαγωγία και όχι διασκέδαση. Που αντιμετωπίζει κατάματα ακόμη και το θάνατο και δε φορά παρωπίδες παριστάνοντας πως δεν τον βλέπει και άρα δεν υπάρχει. Πάει να πει δεν είναι στρουθοκάμηλος. Και για το λόγο τούτο τραγουδά μοιρολόγια και στις χαρές μα ξέρει και μπορεί να συνοδεύει τους αγαπημένους στο νεκροταφείο με τραγούδια.

Είμαστε παράξενη ράτσα εμείς οι Ηπειρώτες, αγαπητέ Β. από την Ικαρία. Παράξενα και τα τραγούδια μας. Σαν τον παράξενο τόπο που μας τάχθηκε για πατρίδα. Τον τόπο που πέρα από τα κακοτράχαλα βουνά τον διασχίζει και ένας Αχέροντας. Με όλους τους μύθους που τον συνοδεύουν. Και που καλά κρατάνε ακόμη στην ντόπια παράδοση. Για τον Άδη και για την Περσεφόνη και για το Χάρο.

Τυχαία λοιπόν δε γέννησε ο ίδιος τόπος κι εκείνες τις τρελές που τις παράσυρε της ελευθερίας ο έρως στου Ζαλόγγου τις μεριές. Κι υπέγραψαν το Ελευθερία ή Θάνατος με το ίδιο τους το αίμα.

Στην Ικαρία πάλι, το καταλαβαίνω. Είναι το ίδιο το όνομα του νησιού που υποβάλλει μια άλλη αντίληψη ζωής. Να παίρνεις φόρα και να πετάς κυνηγώντας τον ήλιο και τη χαρά και πριν καταλάβεις τι σου συμβαίνει να σκας κάτου στο πέλαγος. Όχι γιατί το επέλεξες εσύ να πηδήσεις. Εσύ να πετάξεις ήθελες στο φως. Να διασκεδάσεις ήθελες και μόνο...

Ίδια που κι εσύ επέλεξες να διασκεδάσεις τους φίλους σου μιλώντας για μια χαροκαμένη νεαρά. Ειρωνευόμενος ακόμη και το μαύρο της φουστάνι. Ωραία λοιπόν. Τις επόμενες Πρωτοχρονιές σου να επιλέγεις μαγαζιά που τραγουδούν πολύχρωμες κοκότες. Που πετάνε και ολίγον μπουτάκι έξω προς τέρψιν των θαμώνων. Κι όχι χώρους που αληθινοί άνθρωποι καταθέτουν την ίδια τους την ψυχή.

Ζητώ συγνώμη αν έγραψα πολλά. Ήταν, πες, απάντηση στην άλλη κατηγορία σου, πως οι Ηπειρώτες δε μιλάμε σχεδόν καθόλου...


Αφιέρωμα στην Κατερίνα μας