Αποχαιρετούμε σήμερα τον ηπειρώτη ευεργέτη Χρυσόστομο Λαμπρίδη

Σήμερα, Σάββατο, 7 Μαρτίου 2009, και ώρα 13.30, τελείται στο νεκροταφείο Παπάγου η κηδεία του Χρυσόστομου Λαμπρίδη. Η οικογένεια του εκλιπόντος, φίλοι και γνωστοί, θα του πουν το στερνό αντίο και θα τον συνοδεύσουν στην τελευταία του κατοικία.



Επιθυμία του ήταν να καεί, λένε τα παιδιά του. Αδύνατον όμως ακόμη υπό τις παρούσες συνθήκες στη χώρα μας. Δυστυχώς... Έτσι η επιθυμία θα μείνει ανεκπλήρωτη. Όχι όμως και όσα ζήτησε για μια απλή, όσο πιο απλή γίνεται, κηδεία. Χωρίς μνημόσυνα και Σαράντα και άλλες τελετές. Κι ας ήταν ένας άνθρωπος του κόσμου. Ένας από τους πιο γνωστούς Ηπειρώτες του καιρού του και με τεράστια δράση, τόσο στον επιχειρηματικό τομέα όσο και στον άλλο, εκείνο που χαρακτηρίζει την Ήπειρο, την εύανδρο Ήπειρο: Έργο προσφοράς στον άνθρωπο και στον τόπο. Τόσο και τέτοιο που να προταθεί δύο φορές για βραβείο στην Ακαδημία Αθηνών. Μας ξάφνιασε λοιπόν ευχάριστα η επιλογή του, ένα ακόμη μάθημα, το τελευταίο από εκείνον, το θείο και αδελφό του πατέρα, Χρυσόστομο Λαμπρίδη.

Τον θείο Χρυσόστομο δεν πρόλαβα ποτέ να τον γνωρίσω όσο θα ήθελα. Όταν εγώ γεννήθηκα, εκείνος ήταν από δεκαετίες πριν εγκατεστημένος στο εξωτερικό, στην Αίγυπτο. Αλλά κι αργότερα, όταν γύρισε στην Ελλάδα, ποτέ δεν τον θυμάμαι στις συζητήσεις του να περιαυτολογεί. Συνήθιζε αντίθετα να ρωτά εκείνος εμάς για τη ζωή μας και να μας δίνει πολύτιμες συμβουλές.

Η πρώτη φορά που μου δόθηκε η ευκαιρία να μάθω λεπτομέρειες για τη ζωή του, ήταν μόλις προ διετίας. Όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο ΤΟ ΕΥΠΟΙΗΤΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΛΑΜΠΡΙΔΗ, δια χειρός Νίκου Θ. Υφαντή. Εκεί και τότε έμεινα με το στόμα ανοικτό. Κι ας ήξερα και τον ίδιο τόσα χρόνια αλλά και αρκετές διηγήσεις για τη ζωή του από τον πατέρα μου και άλλους. Ένα βιβλίο που αλλού με έκανε να δακρύσω από λύπη για όσα πέρασε και αλλού από θαυμασμό για το έργο και την προσφορά του.

Ένας ακόμη αυτοδημιούργητος έλληνας υπήρξε ο Χρυσόστομος Λαμπρίδης. Κι ένας ακόμη Οδυσσέας της φυλής. Ήρθε στον κόσμο μια μέρα του Μάρτη, όπως και Μάρτη πάλι μας έφυγε. Γεννήθηκε στις 16 Μαρτίου 1921. Και χάθηκε την αυγούλα της 5ης Μαρτίου 2009. Σχεδόν 88 χρονών. Πλήρης ημερών αλλά και ιδιαίτερα ταλαιπωρημένος στα τελευταία του από θέματα υγείας. Τόσο που εκείνοι που τον αγάπησαν πολύ να βλέπουν στο θάνατό του τη λύτρωση από όσα υπέφερε. Και που άντεξαν και εκείνος και η πιστή σύντροφος της ζωής του, η θεία Αφροδίτη, με εξαιρετική καρτερία και αξιοπρέπεια.



Η τελευταία φορά που τον συνάντησα ήταν το Πάσχα του 2007. Ήταν φανερά καταβεβλημένος, πάντα όμως γεμάτος ζωή. Τον θυμάμαι την ίδια εκείνη χρονιά να παίρνει μέρος σε συσκέψεις για θέματα του χωριού και της ταλαίπωρης πάντα Ηπείρου. Και ήταν εκείνη τη χρονιά που μου χάρισε και το βιβλίο για το έργο του:



Ένα βιβλίο που ο κύριος ρόλος του δεν είναι να περιγράψει τη ζωή του Χρυσόστομου Λαμπρίδη, αλλά να δείξει σε όλους το δρόμο του καθήκοντος προς την πατρίδα και το συνάνθρωπο. Να μας διδάξει πώς μπορεί κάποιος ξεκινώντας από το μηδέν να φτάσει πολύ ψηλά, με μόνο όπλο τη θέληση. Όπως ακριβώς στάθηκε και η ζωή του, ένα ζωντανό παράδειγμα "Αιέν αριστεύειν" κι ένα πρότυπο μίμησης για όσους τον γνώριζαν. Και νομίζω πως αυτό ήταν και το σημαντικότερο χάρισμά του. Να παρασύρει, να ξεσηκώνει όλους, να τους κάνει μέτοχους και συνοδοιπόρους στα έργα προς την κοινότητα που το δικό του ανοιχτό μυαλό πρώτο συνελάμβανε. Γιατί το ψηλά και η επιτυχία για το Χρυσόστομο Λαμπρίδη δεν κλείστηκε ποτέ στο μίζερο καλούπι του ατομισμού. Σηματοδοτήθηκε και εμπνεύστηκε από τη βαθιά του επιθυμία να φανεί χρήσιμος στον τόπο του και στους συνανθρώπους του.

Το τι έκανε ο άνθρωπος αυτός είναι πολύ δύσκολο όπως είπα να περιγραφεί. Ένα μικρό και μόνο στίγμα της δράσης του δίνει το ακόλουθο ποίημα που του αφιέρωσε η γνωστή ποιήτρια Χρυσάνθη Ζιτσαία:



Νά 'χε κάθε χωριό κι έναν Λαμπρίδη που να τ' αγάπαγε τόσο πολύ... Και μόνο τούτη η κουβέντα της ποιήτριας τα λέγει όλα. Για τον άνθρωπο και για τον τόπο του. Που η δική του προσφορά επί πενήντα χρόνια σαν χρυσή βροχή τον μύρωνε και τον έκανε στολίδι για όλη τη Θεσπρωτία.

Η Ζιτσαία δεν ήταν η μόνη που του αφιέρωσε ποίημα. Καθώς ο άνθρωπος αυτός δίδασκε όλους με το παράδειγμά του, πολλοί ήταν εκείνοι που του αφιέρωσαν στίχους ή και βιβλία. Όπως και το επόμενο ποίημα από το Βορειοηπειρώτη δάσκαλο Γιάννη Κάλη στο οποίο περιέχονται όλες οι δραστηριότητες και το κοινωφελές έργο του Χρυσόστομου Λαμπρίδη:



Και κυρίως το "Πολλώ Κάρρονες" που άφησε ως προίκα πολύτιμη στις νεότερες γενιές, που έτσι κι αλλιώς κατείχαν στην καρδιά του μια θέση ιδιαίτερη. Μαθήτρια κι εγώ κάποτε στο μικρό σχολείο του χωριού μας δε θα ξεχάσω ποτέ τις γενναιόδωρες προσφορές του σε χρήμα και σε είδος αλλά και τη διάσωση των στιγμών της μαθητικής μας ζωής από το δικό του φακό. Τότε που οι φωτογραφικές μηχανές ήταν είδος άγνωστο για τους απλούς ανθρώπους:



Ένα μικρό σχολείο στα σύνορα και τέλη της δεκαετίας του '60. Και όμως δεν του έλειπε τίποτε. Ακόμη και σήμερα που υπηρετώ σε σχολείο της πρωτεύουσας, νοσταλγώ τα εποπτικά μέσα που είχαμε τότε στη διάθεσή μας. Θέλετε ένα παράδειγμα; 1957, μισό και πλέον αιώνα πριν, φροντίζει να στείλει στο σχολείο του χωριού: Φωτογραφική μηχανή, στερεοσκόπιο, ταινίες, θερμόμετρο, πυξίδα, χάρτες, εικόνες, εργαλεία σχολικού κήπου. Αλλά και βιβλία. Πολλά βιβλία. Αμφιβάλλω αν και στην εποχή μας έχει άλλο σχολείο τόσο πλούσια δανειστική βιβλιοθήκη όσο εμείς τότε και κυρίως από προσφορές του θείου Χρυσόστομου. Και με βιβλία φρόντιζε να βραβεύει εκείνους που αρίστευαν ώστε να δίνουν το παράδειγμα και στους άλλους.

Όπως φρόντιζε και για πολλά άλλα. Τον ελαιοχρωματισμό του διδακτηρίου, τη θέρμανση της αίθουσας ακόμη και τη σίτιση των μαθητών. Με ποσά τεράστια για εκείνη ειδικά την εποχή, που έστελνε είτε ο ίδιος είτε ξεσηκώνοντας με τις επιστολές του όλους τους ταξιδεμένους του χωριού. Ήταν ένα ακόμη χαρακτηριστικό του αυτό. Να βομβαρδίζει κυριολεκτικά με επιστολές όποιον θεωρούσε πως μπορούσε να βοηθήσει. Από νομάρχες μέχρι πρόεδρο δημοκρατίας. Είχε τον τρόπο να υπενθυμίζει σε όλους το καθήκον της προσφοράς.

1964. Σε επιστολή που στέλνει αναφέρει:

"Αγαπητέ,

Θέλων πάντοτε να βλέπω το χωριό μας πρώτον και ξεχωρίζον μέσα στ' άλλα και έχοντας βαθείαν πεποίθησιν ότι αυτός είναι ο καημός και ο πόθος ο δικός σας, λαμβάνω το θάρρος και την πρωτοβουλίαν να προβώ εις ωρισμένας ενεργείας με τας οποίας είμαι βέβαιος ότι θα καμαρώσωμεν την γενέτειράν μας, όπως ακριβώς την ονειρευόμαστε. [...] Απαιτείται ο εμπλουτισμός του Σχολείου με όλα τα αναγκαία, που είναι ανάγκη και καύχημα. Με τον οβολόν μας θα το επιτύχωμεν. Το εύχομαι και το ζητώ. Έρανο για το Σχολείον μας. [...] Εν καιρώ θα σας σταλή κατάλογος των αγορασθέντων ειδών καθώς και κατάλογος όλων των δωρητών με τα ποσά τα οποία προσέφερον. Με την ελπίδα της δικής σας ενισχύσεως. Διατελώ με πολλάς ευχαριστίας

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΛΑΜΠΡΙΔΗΣ

Και το έλεγε και το έκανε. Φρόντιζε πάντα να δημοσιοποιεί τους καταλόγους με όλα τα ποσά και τα ονόματα και με λεπτομέρειες πού και πώς ξοδεύτηκε και η τελευταία δεκάρα. Θες λοιπόν οι άλλοι γιατί ακολουθούσαν το δικό του παράδειγμα, θες γιατί δεν ήθελαν να φανούν τσιγκούνηδες, έγινε νόμος για το χωριό να βάζουν όλοι βαθιά το χέρι στην τσέπη για έργα κοινωφελή. Και μαζί με τους χωριανούς, εκείνος κατάφερνε με τις γνωριμίες του να δίνοντα ποσά τεράστια και από οργανισμούς, τράπεζες αλλά και ανθρώπους που είχαν τον ίδιο καημό με εκείνον: Να μην αποθησαυρίζουν το χρήμα αλλά να το κάνουν όπλο κοινωνικής προσφοράς.

Για τη συγκέντρωση χρημάτων φρόντιζε πάντα να ιδρύεται νόμιμη ερανική επιτροπή. Ήταν οπαδός της απόλυτης διαφάνειας σε κάθε τι που αφορούσε χρήματα. Και γι' αυτό και πετύχαινε τη συνεργασία όλων, με θεαματικά αποτελέσματα κάθε φορά. Το 1970 για παράδειγμα, με στόχο την αναστύλωση της εκκλησίας του χωριού, μια εκκλησία αιώνων, κατάφερε να συγκεντρώσει 1,5 εκατομμύριο δρχ. Ποσό μαμούθ για τότε. Αλλά και να οργανώσει μεγαλόπρεπα εγκαίνια με παρόντα ακόμη και τον πατριάρχη Αλεξανδρείας και με ζωντανή κάλυψη από το ραδιόφωνο.

Κι ακόμη στο διάστημα 1971 - 2001 κατάφερε με τις διαρκείς "οχλήσεις" του, να δοθούν από την Εθνική Τράπεζα και μόνο 5.690.000 συνολικά για κοινωφελή έργα στο Πολύδροσο Θεσπρωτίας.

Βεβαίως σε κάθε έργο ένα μεγάλο ποσό κατέθετε και ο ίδιος. Παράδειγμα ο έρανος για την Παιδική Χαρά του χωριού. Εποχή 1993. Ένα περίπου εκατομμύριο δραχμές καταφέρνει να δοθεί από τράπεζες, ένα ακόμη εκατομμύριο συγκεντρώνει από εισφορές Πολυδροσιτών ανά τον κόσμο, 700.000 από φίλους του Πολυδρόσου, ένα εκατομμύριο από το Υπουργείο Υγείας και ένα εκατομμύριο καταθέτει ο ίδιος. Το ίδιο και σε κάθε άλλο έργο.

Να τονίσουμε πως το ενδιαφέρον του ήταν πολύπλευρο και περιλάμβανε όλους τους τομείς της ζωής. Από κατασκευές δρόμων και γεφυριών,



δεντροφυτεύσεις και δημιουργία πάρκων,



έργα ύδρευσης, βρύσες και πηγάδια, μέχρι αγώνα για τη σωτηρία του Καλαμά και εκδόσεις βιβλίων για την ιστορία του τόπου, χτίσιμο κοινοτικού γραφείου, δημιουργία λαογραφικού μουσείου και ένα σωρό άλλα.

Έχει όμως κανείς την αίσθηση πως ο άνθρωπος αυτός πέρα από τη συνηθισμένη προσφορά κάθε ευεργέτη, κυρίως συνέδραμε στην προσφορά ευεργεσίας από όλους. Κάτι που μόνο σε στιγμές πολέμων έχει ξανασυμβεί ή διασώζεται ως μύθος για τον άγιο Βασίλη και τη Βασιλειάδα του. Και παρότι Χρυσόστομος το βαφτιστικό του, με αγιο - Βασίλη θα τον παρομοιάζαμε.

Όμως σαν τον συνονόματό του άγιο, τον Ιωάννη το Χρυσόστομο, γνώρισε και το φθόνο και την αχαριστία των ανθρώπων. Συνήθης πληρωμή για όλους όσους μεγαλουργούν. Δίπλα στο πλήθος που τους θαυμάζουν και τους αγαπούν, υπάρχουν και οι ορκισμένοι εχθροί. Έτσι δεν ήταν λίγες οι φορές που ο Χρυσόστομος Λαμπρίδης ήπιε κώνειο. Παρόλα αυτά, στην τελευταία αποχαιρετιστήρια επιστολή του θα ζητήσει συγνώμη από όσους στενοχώρησε και θα προσθέσει: "Αυτό έγινε διότι ίσως μέσα στη μέθη της δημιουργίας να ξέφυγα, αλλά όχι εσκεμμένως." Δήλωση που εμπεριείχε και την κατανόηση για όσους τον πολέμησαν, αυτή που στις προσωπικές μας συζητήσεις την ανέφερε με τα λόγια του Ευαγγελίου: "Ου γαρ οίδασι". Ναι, το ήξερε. Και το αναγνώριζε. Πως δεν μπορούσαν να τον καταλάβουν όλοι, πως δεν μπορούσαν να τον ακολουθήσουν όλοι. Και αν και πικραινόταν, κακία δεν κρατούσε σε κανέναν. Μόνο παράπονό του που αυτές οι καταστάσεις ναρκοθετούσαν και υπονόμευαν όσα ονειρευόταν για τον τόπο.

Ένα από τα νέα παιδιά του χωριού, και αριστούχος απόφοιτος της Θεολογίας, θα γράψει για εκείνον:

"Ο Χρυσόστομος Λαμπρίδης πορεύεται χωρίς κανένα προσωπικό όφελος ή υπολογισμό και πάντα χρησιμοποιεί την ωμή και ρεαλιστική γλώσσα της αλήθειας. Ακοίμητος φρουρός της προόδου, στις ... τρικυμίες κρατάει την ψυχραιμία του και με μακροθυμία αντιμετωπίζει τις αδικίες, τις μικρότητες και τις κακίες. Τα λόγια του ποιητή του ταιριάζουν απόλυτα: "Τον είδα στη ζωή να μάχεται, μα πάντα ανίκητο τον είδα." Ηλίας Μάκος



Βράβευση από το δήμαρχο Μολοσσών και νυν βουλευτή κ. Παντούλα (1999)

Στα τόσα που αναφέρθηκαν για το έργο του αξίζει να προσθέσουμε και λίγα για το δύσκολο ξεκίνημά του:

Τα πρώτα του χρόνια τα έζησε στο χωριουδάκι της ηπειρώτικης παραμεθορίου, που τότε ακόμη λεγόταν Βλαχώρι και σήμερα Πολύδροσο Θεσπρωτίας. Γονείς του ο Λάμπρος Λαμπρίδης και η Καλλιρόη, το γένος Γεωργίου Μάκου.

Το 1926 ξεκίνησε το σχολειό. Δάσκαλός του ο Νικόλαος Μπίτσας, ένα πρόσωπο που κατέκτησε από τότε μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά και του Χρυσόστομου, όπως και όλων των άλλων μαθητών που ευτύχησαν να τον έχουν δάσκαλο. Στο βιβλίο του Ν. Υφαντή που προαναφέραμε διαβάζουμε σχετικά:

"Οι συμβουλές, οι νουθεσίες και η μορφή του δασκάλου του θα τον συντροφεύουν σε όλη του τη ζωή."

Στα 1932 - 33, ο Χρυσόστομος τελειώνει το δημοτικό και παράλληλα αρχίζει να ... εμπορεύεται!!!

"Πήγαινε με τα πόδια στη Βροσίνα και αγόραζε από το παντοπωλείο λάστιχο και σφεντόνες, για τα τσιαμποπούλια, και καραμέλες, που τα πουλούσε στα παιδιά του σχολείου."

Παράλληλα εργάζεται και ως βοσκός. Όπως και τόσα άλλα παιδιά του τόπου του. Και όπως και τα υπόλοιπα αδέρφια του. Εκείνος όμως από τότε είχε ένα μεγάλο όνειρο. Να ταξιδέψει στο Κάιρο. Εκεί που βρισκόταν ήδη ο πατέρας του. Με αγωνία τον καρτερούσε το μικρό αγόρι να γυρίσει, για να τον πάρει κι αυτόν μαζί... Και γύρισε πράγματι κάποια στιγμή ο πατέρας, αλλά χρήματα για τα ναύλα του γιου του δεν είχε. Αποφασισμένος ο Χρυσόστομος για το ταξίδι, βρήκε τον τρόπο να μαζέψει μόνος του τα χρήματα που χρειάζονταν. Έπιασε δουλειά σαν μαστορόπουλο.

Ξεκινούσαν τη δουλειά το πρωί και σταματούσαν το βράδυ. Η πλάτη του παιδιού συχνά γινόταν "λέσι" (= πληγή) από τα βάρη που σήκωνε. Ο νους του όμως ήταν στο μεγάλο ταξίδι κι αυτό του έδινε δύναμη. Δούλεψε ακόμη στη διάνοιξη του δρόμου Ιωαννίνων - Ηγουμενίτσας, άλλοτε κουβαλώντας με καροτσάκι μπάζα και άλλοτε "τσιλικώνοντας" μεταλλικούς κασμάδες.

Τον Απρίλη του 1936 ήρθε επιτέλους η χαρούμενη είδηση: Ορίστηκε η αναχώρηση για Κάιρο. Για τις 22 του Μάη. Πρώτη δουλειά του μικρού Χρυσόστομου ήταν να πάει στην Παραμυθιά, να αγοράσει ... παπούτσια!!! Ως τότε όπως και όλοι οι άλλοι στο χωριό, φορούσε τσαρούχια. Εφτά ώρες ποδαρόδρομος η Παραμυθιά. Κίνησαν χαράματα με άλλους συγχωριανούς και έφτασαν όταν ο ήλιος ήταν πια ψηλά. Κι επιτέλους φόρεσε για πρώτη φορά στα πόδια του παπούτσι, και με πρόκες από κάτω, για να αντέχουν λέει περισσότερο...

"Και η μεγάλη περιπέτεια αρχίζει. Τα μεσάνυχτα της 21ης προς 22α του Μάη, ξεκινούν για το ταξίδι. Το χρονικό του μισεμού του Ηπειρώτη, είναι ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο. Δεν πρόκειται για περιηγητές που ταξιδεύουν να δουν, να μάθουν και να γράψουν για τους τόπους που επισκέπτονται ή να ηρεμήσουν, να γαληνέψουν από την ανία της ζωής τους. Ο Ηπειρώτης, δεν είναι ο χορτασμένος που επιθυμεί να γνωρίσει τον κόσμο, το ταξίδι του δεν γίνεται για την απόλαυση της περιπέτειας, αλλά για την ανάγκη της επιβίωσης. Έτρεχαν οι Ηπειρώτες να βρουν μάλαμα και ασήμι, "να παν καλά, να 'ρθουν καλά, να 'ρθουν καζαντισμένοι". Αμούστακα και απροστάτευτα παιδιά, μακριά από το χάδι της μάνας, σε ξένα χέρια, σε ξένη δούλεψη, ζούσαν άθλια ζωή σε καταγώγια και αποθήκες, όρθια μέρα και νύχτα, να αντιμετωπίζουν βλοσυρά αφεντικά και πολλές φορές να κλείνουν τα κουρασμένα βλέφαρά τους και να κοιμούνται σε μια άκρη του μαγαζιού.

[Όμως... ] Όπου και να ταξιδέψει ο άνθρωπος, μολογούσε ο Χρυσόστομος, όσους νέους ανθρώπους και πολιτείες με τα φτιασίδια τους και αν γνωρίσει, όσα καινούρια πράγματα, ευχαριστήσεις και ηδονές και πλούτη, η επιστροφή στο "ριζιμιό λιθάρι" είναι η πιο γλυκιά, η πιο ευχάριστη. Εκεί τον οδηγεί το ένστικτό του, οι προγονικές μνήμες. Εκεί βρίσκει τη χαρά της λύτρωσης.

Έτσι, 15 μόλις χρονών, ο Χρυσόστομος Λαμπρίδης βρέθηκε στην Αίγυπτο. Μετά από 9 μέρες ταξίδι. Τόσο χρειαζόταν τότε... Μαζί και με πολλούς άλλους συγχωριανούς. Όλοι τους σχεδόν κακοπληρωμένοι εργάτες και με άθλιες συνθήκες διαβίωσης. Εκείνος όμως θα ξεκόψει νωρίς. Θα δει όσα οι άλλοι δεν έβλεπαν και θα βρει τον τρόπο να ξεφύγει από τη μιζέρια. Αντί να μείνει στα γιαουρτάδικα που οι υπόλοιποι δούλευαν, θα μπει βοηθός και παιδί για όλες τις δουλειές σε ένα μεγάλο μπακάλικο. Όπως και ο μετέπειτα συνεταίρος του Κώστας Φώτσης. Η δουλειά σκληρή και εξαντλητική. Εκείνος όμως αποφασισμένος να πετύχει.

Στους τρεις μήνες κι έχοντας πια μάθει τα βασικά, ήρθε σε σύγκρουση με τον πατέρα του. Εκείνος τον ήθελε υπάλληλο σε γαλακτοπωλείο. Τόλμησε και του είπε όχι. Ακόμη και μετά από το γερό ξύλο που του έριξε και που το άκουσαν και οι γείτονες, έλεγε ο ίδιος αργότερα με πίκρα. Το ίδιο σκηνικό και λίγο αργότερα, με επιθυμία του παππού αυτή τη φορά να τον στείλει σε καφεκοπτείο. Ξύλο και πάλι αλλά ο μικρός Χρυσόστομος αμετάπειστος. Ήταν τόσο σίγουρος πως μόνο η δουλειά στο μπακάλικο θα τον πήγαινε μπροστά.



Κάτω λοιπόν από αυτές τις συνθήκες, φεύγει οριστικά από την κηδεμονία του πατέρα του και βρίσκει καταφύγιο σε ένα σπίτι που κράταγε το αφεντικό του για τους υπαλλήλους του. Σύντομα η εργατικότητά του οδηγεί σε αύξηση μισθού κι εκείνος φροντίζει αμέσως να ξεκινήσει τακτική αποστολή οικονομικής βοήθειας στη μάνα και στα άλλα αδέρφια του στο χωριό. Παράλληλα ζητά μια ώρα άδεια από τα αφεντικά και ξεκινά μαθήματα Γαλλικών σε νυχτερινή σχολή του Καΐρου, στην "Ξενάκειο".



Λίγο αργότερα, το Σεπτέμβρη του 1938, πληροφορείται το θάνατο της μητέρας του. Ο πόνος του ήταν αβάσταχτος. Δεν είχε απλώς αγάπη για τη μητέρα του, τη λάτρευε όσο λίγα παιδιά έχουν λατρέψει τη μάνα τους.



Η μητέρα του και γιαγιά μας Καλλιρρόη Λαμπρίδη

Την ίδια όμως ώρα ο νους του γυρίζει στα αδέρφια του και αποφασίζει να δώσει ολόκληρο το μικρό κομπόδεμα με τις οικονομίες του στον πατέρα του που θα έφευγε αναγκαστικά για το χωριό, να μαζέψει την ορφανεμένη φαμίλια.

Μένει πια ολομόναχος στην ξενιτιά. Ευτυχώς όχι και χωρίς φίλους. Κι ήταν αυτοί που τότε τον στήριξαν. Όχι οικονομικά, ηθικά και με τις συμβουλές τους. Ο ίδιος αργότερα θα πει χαρακτηριστικά:

"Ευεργεσία δεν είναι να σου δώσουν χρήματα. Μεγαλύτερη ευεργεσία είναι μια σωστή συμβουλή."

Και τότε ξαφνικά ήρθε ο πόλεμος. Και τα πάνω κάτω στις ζωές όλων των ανθρώπων.

Ο Χρυσόστομος, 19 χρονών πια, και με αρκετή εμπειρία στη δουλειά, μετατίθεται στο κεντρικό κατάστημα του αφεντικού του. Το εμπόρευμα περισσότερο και η κίνηση μεγαλύτερη. Αναγκαστική η γνώση και της Αγγλικής στο νέο του πόστο, αφού στο Κάιρο αρχίζουν να καταφθάνουν συμμαχικές δυνάμεις. Φροντίζει και βρίσκει δάσκαλο της Αγγλικής, ένα δικηγόρο πελάτη του καταστήματος. Δίδακτρα όσος και ο μισθός... Οκτώ μήνες και εκατό μαθήματα, για να μάθει τουλάχιστον τα βασικά.

Το αφεντικό σύντομα πρόσεξε την ικανότητα του νεαρού στην εξυπηρέτηση των ξένων. Και τον ξεχώρισε από τους άλλους. Ο μισθός του γίνεται πολύ καλύτερος. Κι εκείνος συνεχίζει να δουλεύει ακόμη πιο σκληρά. Όμως...

υπάρχει και ο πόλεμος. Και η αγάπη για την πατρίδα βράζει στις φλέβες του. Αν και ζούσε εκτός Ελλάδας και θα μπορούσε να κοιτάξει τη δουλίτσα του, εκείνος σπεύδει να καταταχτεί εθελοντής. Τον απορρίπτουν λόγω ... ηλικίας! Περνούν λίγοι μήνες και επιτέλους τον δέχονται. Στην Αεροπορία.



Πήρε μέρος σε πολλές μάχες, τόσο στην Αφρική όσο και στην Ιταλία. Με τη 13η μοίρα, τη μοίρα της Μέσης Ανατολής. Μ' αυτήν και προσγειώνεται στην ελεύθερη Αθήνα, το Νοέμβρη του 1944. Για τη δράση του τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις ηθικών αμοιβών και απολύθηκε με ειδικότητα μηχανικού αεροπλάνων.



Το Νοέμβριο του 1945 επιτέλους αποστρατεύεται και γυρίζει πια στην Αίγυπτο. Είναι 24 χρονών και γεμάτος όνειρα. Και ξέρει πια και πως θα τα πετύχει. Το κλειδί για το Χρυσόστομο λέγεται ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ. Και ξέρει και με ποιους. Δυο συγχωριανούς και φίλους του, τον Κώστα Φώτση και το Σταύρο Μάκο. Οι τρεις τους ιδρύουν ... μυστική εταιρεία, κατά τα πρότυπα της Φιλικής που ήξεραν από το σχολείο. Υπογράφουν μάλιστα και καταστατικό. Οι όροι άκρως περίεργοι. Πρέπει να παντρευτούν, να συμβουλευτούν τους συνεταίρους τους για την επιλογή της συντρόφου τους, θα στεφανώσουν ο ένας τον άλλο, αν κάποιος από τους τρεις αποβιώσει οι άλλοι δύο θα αναλάβουν όλα τα οικονομικά βάρη της οικογένειάς του, το 5% των κερδών θα στέλνονται στο χωριό (ήταν και οι τρεις από το ίδιο χωριό) για κοινωφελή έργα, υποτροφίες και βοηθήματα φτωχών... Διευθυντής ορίζεται ο Χρυσόστομος, καθώς εκείνος είχε και την ιδέα αυτού του μυστικού συνεταιρισμού.

Τώρα, δεκαετίες μετά, ξέρουμε πως εκείνα τα παλικαράκια τήρησαν με ευλάβεια όλους τους όρους που συνυπέγραψαν. Και ξέρουμε πως η συνεργασία τους στάθηκε η αρχή της μεγάλης επιτυχίας τους στο εμπόριο. Ξεκίνησαν με ένα μικρό κατάστημα, το 1947, και μέσα σε λίγα χρόνια είχαν 9 πολυτελή καταστήματα στο Κάιρο. Από το 1950 η μυστική τους εταιρεία γίνεται νόμιμη και φανερή και συνεταιρίζονται και με τα παλιά αφεντικά τους.

Το 1951 ζουν ώρες αγωνίας με την επανάσταση που ξεσπά στην Αίγυπτο. Ως και η ζωή τους μπήκε σε κίνδυνο. Αλλά και η ζωή των οικογενειών τους, καθώς σύμφωνα και με το καταστατικό τους είχαν φροντίσει να δημιουργήσουν οικογένεια.

Ο Χρυσόστομος Λαμπρίδης είναι πια και πατέρας. Από το 1947 έχει παντρευτεί μια Ελληνίδα της Αιγύπτου, την Αφροδίτη Γράβου, με καταγωγή από τα Κούρεντα Ιωαννίνων. Λίγο αργότερα αποκτούν το πρώτο τους παιδί, την Καλλιρρόη. Και σύντομα συμπληρώνεται η ευτυχία τους από τον ερχομό του Χρήστου.

Η καταστροφή όμως του '51 σωριάζει σε ερείπια όλα όσα οι τρεις συνεταίροι με τεράστιο κόπο είχαν πετύχει. Τα καταστήματά τους καίγονται και λεηλατούνται. Και μόνο ένα κατάστημα γλιτώνει.

Ο Χρυσόστομος όμως δεν το βάζει κάτω. Του αρκεί που γλίτωσαν οι ζωές τους. Ανασκουμπώνονται και λίγο οι αποζημιώσεις από το Αιγυπτιακό κράτος, λίγο η σκληρή δουλειά, καταφέρνουν σύντομα να ορθοποδήσουν και πάλι. Το 1952 μάλιστα ιδρύουν και γραφείο εισαγωγών. Το 1954 κάνουν και νέο συνεταιρισμό και επεκτείνουν την επιχειρηματική τους δράση και στα ζαχαροπλαστεία. Έτσι αν και το 1959 πεθαίνει ο ένας από τους τρεις βασικούς του συνεργάτες, ο Κώστας Φώτσης, η επιχειρηματική δράση των άλλων δύο συνεχίζεται αμείωτη και επεκτείνεται σε νέες συνεργασίες αλλά και εκτός Αιγύπτου, στην Ελλάδα και στη Νότιο Αφρική.

Από το 1962 όμως αρχίζει η συρρίκνωση των καταστημάτων της Αιγύπτου. Κάποια πουλιούνται, καθώς ο Χρυσόστομος Λαμπρίδης εγκαθίσταται στην Αθήνα και μεταφέρει πλέον εκεί το ενδιαφέρον των δραστηριοτήτων του. Τα παιδιά του έχουν ήδη μεγαλώσει αρκετά και εκείνος θέλει να πάρουν την καλύτερη δυνατή μόρφωση.

Παράλληλα, και από τα χρόνια ακόμη που ζούσε στην Αίγυπτο, βρίσκει πάντα χρόνο να ασχολείται και με τα κοινά. Όπως βρίσκει χρόνο να αλληλογραφεί με δεκάδες ανθρώπους. Η αλληγραφία υπήρξε μια από τις μεγάλες του αγάπες. Υπήρξε όχι μόνο άνθρωπος με πολυσχιδή δράση αλλά και με ευρύτατο κύκλο φίλων. Πώς τα προλάβαινε και τα κατάφερνε όλα; Εποχή έχουν αφήσει και οι εορταστικές εκδηλώσεις που διοργάνωνε ως μέλος διαφόρων συνδέσμων και συλλόγων.



Παρασημοφόρηση από τον πατριάρχη Αλεξανδρείας

Συμπαραστάτης του και συνοδοιπόρος στην εντυπωσιακή του διαδρομή η σύντροφος της ζωής του, η Άφρω του. Στο βιβλίο του Ν. Υφαντή διαβάζουμε:

"Η πορεία στη ζωή τους ταυτίστηκε απόλυτα. Η ψυχή του ενός υπεισήλθε στην ψυχή του άλλου και απετέλεσαν ένα αρμονικό σύνολο. "

Κι αυτό κράτησε ως και την τελευταία ώρα. Δίπλα του εκείνη ακούραστη και ακοίμητη στους τελευταίους δύσκολους μήνες. Η θεία Αφροδίτη, μια ξεχωριστή γυναίκα, μια αληθινή αρχόντισσα. Με εκείνη την παιδεία που οι παλιοί Αιγυπτιώτες είχαν. Και που βρήκε το ταίρι της στην ορμή για δημιουργία του νέου παιδιού από την Ήπειρο, του αυτοδημιούργητου επιχειρηματία Χρυσόστομου Λαμπρίδη. Αδύνατον να φανταστώ αυτούς τους δύο ανθρώπους χωριστά. Γι' αυτό και η σκέψη μας αυτές τις ώρες είναι κοντά της και ο πόνος της πόνος μας.

Σε εκείνη και στα αγαπημένα μας ξαδέρφια, τη Ροδούλα και τον Τάκη, στέλνουμε όλη μας την αγάπη. Να ζήσουν και να θυμούνται τον εκλεκτό άνθρωπο, τον αφοσιωμένο σύζυγο και το στοργικό πατέρα.

Και για εκείνον που μας έφυγε:

Καλό ταξίδι, θείε Χρυσόστομε.

Η μνήμη σου θα μείνει αιώνια, να παραδειγματίζει και να διδάσκει τους ανθρώπους ήθος, γενναιότητα και ορμή για ζωή, δημιουργία, κοινωνική προσφορά. Είθε ελαφρύ να είναι το χώμα που θα σε σκεπάσει σε λίγο. Και ας μην είναι το χώμα της πατρίδας. Έτσι κι αλλιώς αγαπημένε μου θείε:

Ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αφιέρωμα στην Κατερίνα μας