Γιώργος Ζαρέντης


Έγραψα για το θάνατο κάποτε... ποίημα δεν είναι να το πεις, ομολογία καλύτερα:


Θα πεθάνω. Το ξέρω.

Πότε; Άγνωστο.

Μα ως τότε έχω πολλά να κάνω!


1983. Ήταν τότε που ο Χάρος πήρε έναν από τους καλύτερους φίλους μου. Ξαφνικά. Τη μια μέρα ζωντανός την άλλη νεκρός, σκοτωμένος, πνιγμένος. Ένα ακόμη εργατικό ατύχημα στην προβλήτα του Περάματος. Γιώργο τον έλεγαν, Γιώργο Ζαρέντη.

Ένα μελαχρινό παλικάρι από το Αγρίνιο. Ετών 31. Ανθυποπλοίαρχος ήταν ο Γιώργος μα η ανεργία τον είχε στείλει ναύτη σε ποστάλι Πειραιά - Κρήτη.

Μόλις το προηγούμενο απόγευμα δουλεύαμε στα γραφεία της οργάνωσης. Στη Ναυτεργατική. Ναυτικός κι εγώ τότε. Και με το Γιώργο είχαμε αναλάβει να διπλώσουμε τις εφημερίδες και να τις στείλουμε στους μπαρκαρισμένους συναδέλφους. Περάσαμε ώρες με το Γιώργο. Δουλεύοντας και κουβεντιάζοντας για τα μεγάλα όνειρα της μικρής ζωής μας.

Ήταν χαρούμενος εκείνο το απόγευμα ο Γιώργης. Είχε δώσει παραίτηση και την άλλη μέρα περίμενε να ξεμπαρκάρει. Έκανε σχέδια. Να πάει στο χωριό, να δει το γέροντα πατέρα του. Να δει τους φίλους των παιδικών χρόνων. Και γέλαγε ο Γιώργος. Όλο γέλαγε.

Ήταν η τελευταία φορά που τον είδα ζωντανό. Την επόμενη μέρα, 18 Μάρτη του 83, κατέβασαν το Γιώργο με σκαλωσιά να βάψει τη μάσκα του βαποριού. Το εξωτερικό μέρος της πλώρης δηλαδή. Έβαψε κι αν έβαψε. Χαρούμενος σαν το κοτσύφι. Χοροπηδούσαν μπροστά του οι ώρες της ελευθερίας. Που θα έπαιρνε το φυλλάδιο στην κωλότσεπη και θα έριχνε μαύρη πέτρα πίσω του.

Κι έφτασε επιτέλους η στιγμή. Μάζεψε τα πινέλα και τα μπότα της μπογιάς. Δίπλα του η ανεμόσκαλα. Άπλωσε το χέρι και άπλωνε πες φτερά στα όνειρά του. Δεν πρόλαβε. Δεν τα κατάφερε. Η σκάλα από εγκληματική αμέλεια δεν είχε δεθεί στα ρέλια. Και οι ζώνες ασφαλείας; Άγνωστο είδος στην ελληνική ναυτιλία...

Κι έφυγε το σώμα του στο κενό. Δεν πρόλαβε ούτε να φωνάξει. Πνιχτός ακούστηκε ο γδούπος του κορμιού του στην κόχη του ντόκου. Από τα 15 μέτρα ύψος. Κι έπειτα τινάχτηκε και βούλιαξε ανάμεσα στην προβλήτα και στο βαπόρι. Το οχηματαγωγό Μίνως. Μινώταυρος πες καλύτερα. Και χάθηκε κάτω από τα θολά νερά του λιμανιού.

Έτρεξε κόσμος. Εργάτες του λιμανιού, ναυτικοί από τα γύρω καράβια. Μερικοί έπεσαν στο νερό. Να τον προλάβουν. Δε φαινόταν τίποτα. Άφαντος. Ώρες πέρασαν και καμιά βοήθεια δε φαινόταν. Ούτε δύτες ούτε καν ασθενοφόρο. Φτηνό το «κρέας» του ναυτεργάτη. Και η ζωή του ένα τίποτα για τα αφεντικά και την εξουσία. Του ΠΑΣΟΚ τότε. Φρέσκου ακόμη στη διακυβέρνηση αλλά με τις ίδιες παλιές συνήθειες απέναντι στην εργατιά.

Κάποτε εδέησαν να τον βγάλουν. Κάποιος ιδιώτης δύτης. Τραύμα δε φαινόταν. Κι αν είχε αίματα, τα είχε πλύνει η θάλασσα. Το χρώμα του θανάτου όμως είχε κιόλας απλώσει τις μαύρες φτερούγες του. Μόνο τα μάτια του έμεναν ανοιχτά να φωνάζουν "Γιατί;"

Μανούλα να τον κλάψει δεν είχε ο Γιώργης. Κι ο γέροντας πατέρας του ήταν μακριά κι ακόμα δεν τον είχε βρει το πικρό χαμπέρι. Ήταν εκεί όμως όλοι εκείνοι που τους έλεγε αδέρφια. Ο Γεράσιμος ο Δεστούνης, ο Στέλιος ο Σεβαστάκης και τα άλλα παιδιά. Οι σύντροφοί του.

Το ασθενοφόρο, τέσσερις ώρες μετά το ατύχημα, δεν είχε φανεί ακόμα. Ούτε αυτό δεν έστειλαν για να μεταφερθεί η σορός του στο νεκροτομείο. Ο πόνος και η οργή ξεχείλισαν. Με ένα πρόχειρο φορείο ανέβασαν το Γιώργη στην καρότσα ενός τρίκυκλου και κίνησαν για το υπουργείο. Υπουργός ο Κατσιφάρας. Εκεί πήγαν και απόθεσαν το σώμα του. Στο γραφείο του υπουργού. Να λάβουν απάντηση για το νέο έγκλημα. Για την αδιαφορία που σκοτώνει και όταν σκοτώσει παρατά αβοήθητο το θύμα της.

Εκεί, με τα μάτια ανοιχτά ακόμη, είδα ξανά το Γιώργη. Και πάγωσα. Δεν ήξερα τι είναι ο θάνατος. Δε με είχε αγγίξει ως τότε η ανάσα του. Κι εγώ δεν τον είχα καθόλου σκεφτεί. Τώρα ήταν μπροστά μου με όλη τη φρίκη του απλωμένη στο γνώριμο κι αγαπημένο πρόσωπο του φίλου. Στα ακίνητα μάτια του. Στο μισάνοιχτο στόμα του που έτρεχε ακόμη νερό. Και στα μελανιασμένα χείλη του.




Δε θέλω να πω τι ένιωσα. Γιατί αυτά τα πράγματα δεν υπάρχουν λέξεις για να τα πεις. Χρειάστηκα πολύ καιρό να ξαναβρώ τον εαυτό μου. Να μπορέσω να συνεχίσω τη ζωή μου. Και τότε, που βρήκα τη δύναμη να ξανασταθώ στα πόδια μου, χάραξα στο χαρτί εκείνες τις λίγες κουβέντες. Για το θάνατο. Και για τη ζωή που αποφάσισα να τη ζήσω, να τη ρουφήξω μέχρι την τελευταία της σταγόνα.

Δεν είναι που ξέχασα το Γιώργη. Θα κουβαλώ για πάντα τη μορφή του. Ζωντανή όμως και χαρούμενη. Δίπλα μου στο Σύνταγμα να φωνάζουμε για την ανεργία. Μέλη τότε του συντονιστικού των ναυτεργατών. Με τα σγουρά του τα μαλλιά να ανεμίζουν. Με τη λεβεντιά του. Και με τις χάρες ούλες.




Σύνταγμα. Φθινόπωρο 1982. Το τελευταίο του Γιώργη. Στη μέση της ομάδας των συναδέλφων, με τη λευκή ζώνη και τη γροθιά υψωμένη, διαδηλώνει ενάντια στην ανεργία.

Και χίλιες άλλες στιγμές. Αυτές κρατώ. Και ζω. Ζω για μένα ζω και για όσα εκείνος δεν πρόλαβε. Αυτά που λαχταρούσε και ονειρευόταν εκείνο το τελευταίο απόγευμα. Το τελευταίο της ζωής του. Και ήταν πολλά και ήταν όμορφα.

Δε θέλω, δεν έχω το δικαίωμα, να σκοτώσω τα όνειρά του. Πρέπει, του το χρωστάω, να παλέψω εγώ για εκείνον για να βρουν τα όνειρα δικαίωση. Γιατί τα όνειρα του Γιώργη μίλαγαν για τον κόσμο και τους ανθρώπους. Για μια κοινωνία που ο άνθρωπος θα ξαναγίνει άνθρωπος. Και τέτοια όνειρα δεν κάνει να πεθαίνουν μαζί με εκείνον που τα έκανε. Γιατί αυτά τα όνειρα είναι η μόνη του ελπίδα. Να μένει κι εκείνος ζωντανός μέσα σ' αυτά.

Πέρασαν είκοσι τέσσερα χρόνια από τότε. Αν ζούσε ο Γιώργης, θα ήταν τώρα στα 55. Με παιδιά και εγγόνια ίσως. Τα μαλλάκια του θα είχαν πάρει να ασπρίζουν. Η αρμύρα θα είχε σκάψει βαθιά αυλάκια στο πρόσωπό του. Μα το χαμόγελο θα έλαμπε πάντα. Και η καρδιά του θα ήταν γεμάτη αγάπη για τον άνθρωπο. Όνειρα για έναν καλύτερο κόσμο.

Αυτό το χαμόγελο κρατώ. Και τα δικά του όνειρα παλεύω. Ήταν πολλά και μεγάλα. Και ώρες ώρες βαραίνουν πολύ στις μικρές μου πλάτες. Και λέω κουράγιο. Έχεις πολύ δρόμο ακόμη. Πρέπει να προφτάσεις. Για να του πεις όταν τον συναντήσεις πως άδικα δεν πήγε εκείνο το απόγευμα. Και όσα σου είχε ειπωμένα. Άδικα δεν πήγε η ζωή του. Ναι, έχω πολλά να κάμω. Χαράμι να μην πουν πως έζησε. Κι εκείνος και εγώ.

Χρόνια μετά θα μάθαινα πως τούτη τη σχέση με το Γιώργη τη λεν Ενδοκοσμική Αθανασία. Τη λεν ζωντανή μνήμη του ανθρώπου που πέθανε. Και νίκη του ανθρώπου στο Χάρο. Μα για να τα μάθεις αυτά, πρέπει πρώτα να τα ζήσεις. Να τα νιώσεις ο ίδιος. Μόνον έτσι και καθόλου αλλιώς.

Στο σύντροφο το Γιώργη το Ζαρέντη. Στο φίλο. Στον άνθρωπο που μου έμαθε θάνατος τι θα πει. Και μου χάρισε το ακριβό δικαίωμα να λέω:




Ξέρω πως θα πεθάνω.

Δεν ξέρω πότε.

Μα ως τότε έχω πολλά να κάνω.

Πώς αλλιώς;



  1. Εφημερίδα Ριζοσπάστης: Αναφορά στο Γιώργο Ζαρέντη


  2. Οι φωτογραφίες είναι από το βιβλίο του Κώστα Γιαμπάνη, «Μετά από 30 χρόνια. Αιτίες της διαγραφής μου από το ΚΚΕ», Αθήνα 1985


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αφιέρωμα στην Κατερίνα μας