Της αλήθειας παραμύθια


Φωτογραφία: Δανάη



Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα δέντρο, ένα δέντρο με φύλλωμα πυκνό και βαθύσκιωτο. Σε τούτο δω το δέντρο έλαχε ο κλήρος να κατοικηθεί από κάμπιες, κάμπιες που σιγά εγκαταστάθηκαν σε όλο το μήκος και το πλάτος του δέντρου: στα φύλλα, στα κλαδιά, στον κορμό ακόμη και στις ρίζες. Τρώγανε και πίνανε ρουφώντας τους χυμούς του δέντρου, πανευτυχείς που χόρταιναν τις κοιλιές τους και χωρίς να σκάνε για τα περαιτέρω.

Καμιά φορά, είν’ αλήθεια, ξέσπαγε γερός καβγάς ανάμεσά τους καθώς τις διαφέντευε, θέλαν δε θέλαν, ο παντοδύναμος νόμος της επιβίωσης και λύσεις για εξασφάλιση των προς το ζην τις έβαζε να ψάχνουν. Μέσα σε τούτο τον πανικό και το ανηλεές κυνήγι της τροφής, έγινε νόμος γενικής αποδοχής το «ο θάνατός σου η ζωή μου». Τα πάντα τους επέτρεπε ο νόμος τούτος να κάνουν, αρκεί να πετύχουν το στόχο: να γλιτώσουν το τομάρι τους.

Έλα μου όμως που κάποιες κάμπιες μια μέρα αναρωτήθηκαν: Καλά, οι άλλοι να πεθάνουν για να ζήσω. Δικαιολογημένος ο θάνατός τους. Ο δικός μου όμως θάνατος; Που σε κάθε βήμα καραδοκεί και που – το είχαν πια καταλάβει – στο τέλος δεν του ξέφευγε καμιά – προς τι και γιατί να συμβαίνει; Λένε κάποιοι πως τούτο το ερώτημα ξεκίνησε από τις κάμπιες που δάγκωσαν τα μήλα… γι’ αυτό και μία από τις πρώτες αντιδράσεις ήταν να διαταχθεί η βίαιη απομάκρυνση όλων από τον επικίνδυνο καρπό.

Φευ! και δυστυχία απέραντη: το μικρόβιο πέρασε στο αίμα τους και τα επικίνδυνα φαινόμενα δεν άργησαν να φανερωθούν στις επόμενες γενιές; Τώρα δεν έμενε άλλη λύση, έπρεπε να βρούνε τι συμβαίνει, έπρεπε να βρούνε την αλήθεια: Τι έτρεχε πια με αυτό το δέντρο; Το ερώτημα τέθηκε σε όλες, αμείλικτο και βασανιστικό: Τι είναι το δέντρο;

Μα αντί για απάντηση, καινούρια ερωτήματα άρχισαν να γεννιούνται, το ένα χειρότερο από το άλλο. Ξέρετε τώρα… του τύπου τι είμαι και ποιος είμαι, από πού ήρθα και για πού τραβάω…

Κακός χαμός επικράτησε. Αναμπουμπούλα άνευ προηγουμένου. Ο καθένας έλεγε το μακρύ του και το κοντό του, αλλά άκρη δε βρίσκανε. Το βασικό ερώτημα παρέμενε ανοιχτό. Και καθώς τέτοιες ιστορίες παραείναι δύσπεπτες για τα στομάχια των πολλών, ο νόμος της επιβίωσης προέτρεψε και πάλι σε λύσεις ανάγκης. Έπρεπε οι κάμπιες να ηρεμήσουν και η ζωή να ξαναβρεί το ρυθμό της. Αλλιώς κινδύνευε το παν!!! είπαν οι μάγοι της φυλής και σέρβιραν ένα ωραίο παραμύθι που έδιωχνε μακριά τους φόβους και την αιώνια ευτυχία υποσχόταν στις κάμπιες που το κατάπιναν: Υπήρχε θεός!

Από δω και πέρα οι κάμπιες μπορούσαν ανενόχλητες να συνεχίζουν το μεγάλο φαγοπότι και τίποτα άλλο να μην τις απασχολεί. Αλλά…

Σε κάποιες κάμπιες το μικρόβιο είχε εγκατασταθεί για τα καλά. Κατά μόνας εργάζονταν νυχθημερόν και ακούραστα να βρούνε τη μεγάλη απάντηση. Μερικές ετούτη την επιμονή την πλήρωσαν με τη ζωή τους, καθώς δια νόμου πια είχαν απαγορευτεί αυτές οι ανώφελες και επικίνδυνες αναζητήσεις. Υπέρτατο αγαθό είχε ανακηρυχτεί η επιβίωση του καθεστώτος, κατά προέκταση και πλήρη αντιστροφή του νόμου της επιβίωσης των όντων.

Όλοι και όλα ετούτο το αγαθό έπρεπε τώρα να υπηρετούν. Το άσπρο βαφτίστηκε μαύρο και το μαύρο άσπρο. Και όποιος τολμούσε να πει το αντίθετο, τον βγάζανε τρελό. Οι «φρόνιμοι» άνθρωποι (ω, οι κάμπιες θέλαμε να πούμε) σε τέτοιες εποχές κοιτούσαν τη δουλειά τους και κατάπιναν τη γλώσσα τους… Μόνο οι «τρελοί» συνέχιζαν να ψάχνουν και να ψάχνονται.

Στην τρέλα τους απάνω πολλές φορές νομίσανε πως βρήκαν την αλήθεια. Δέντρο, είπαν οι κάμπιες που ζούσαν στα φύλλα, είναι τα φύλλα! Κατά προτίμηση μάλιστα πρότειναν ως δέντρο του δέντρου το δικό τους φύλλο! Δέντρο είναι τα κλαδιά, αντέδρασαν οι κάμπιες που ζούσαν στα κλαδιά. Και φυσικά, με την ίδια προτίμηση, στο δικό τους κλαδί. Ε, όχι δα! αναφώνησαν οι κάμπιες που ζούσαν στις ρίζες. Δέντρο δεν μπορεί παρά να είναι οι ρίζες του! Και βέβαια παρόμοιες θεωρίες εκπονήθηκαν και για τον κορμό, και για τα άνθη και για τους καρπούς…

Καταλαβαίνετε πως ο καυγάς ήταν αναπόφευκτος. Η κάθε κάμπια υπερασπιζόταν έως θανάτου τη δική της αλήθεια. Και μόνο κάποιες κάμπιες που ζούσαν στα φύλλα τα ακρινά, σιωπούσαν και συνέχιζαν να κολυμπούν στης απορίας τα πέλαγα και της μεγάλης αναζήτησης τον ωκεανό. Οφείλουμε να παραδεχθούμε την εύνοια της τύχης: Να ζούνε στο μεταίχμιο δέντρου και μη δέντρου. Τούτες οι κάμπιες είχανε κιόλας βάλει πλώρη για αλλού. Το είναι και το μη είναι και το ανάμεσά τους, σιγοψιθύριζε στ’ αυτιά τους καινούρια ερωτήματα. Και τότε, μια τίμια κάμπια, όρθωσε το ανάστημά της και ομολόγησε με αξιοπρέπεια: «Εν οίδα, ότι ουδέν οίδα!»

Φυσικά και το πλήρωσε με θάνατο. Τέτοιες κουβέντες δε μένουν ατιμώρητες.

Από τότε κύλησε πολύ νερό στο ποτάμι. Αργά και βασανιστικά κυλούσαν και οι προσπάθειες για την αναζήτηση της αλήθειας. Το πώς και το τι είναι γνωστά σε όλους, γι’ αυτό το παραμύθι μας, σαν παραμύθι που είναι, τα προσπερνάει και φτάνει στα τελευταία γεγονότα. Θα μπορούσαμε να τα πούμε και δικά μας…

Και να ‘μαστε, που λέτε, στο ψηλότερο σημείο του δέντρου. Στο πρώτο του φύλλο. Αυτό που κάθε πρωί απολαμβάνει το προνόμιο να βλέπει πριν απ’ όλα τα άλλα τον ήλιο. Εκεί λοιπόν ζούσε μια ακόμη από τις κάμπιες που το μικρόβιο τις είχε σημαδέψει για καλά. Ένα σαράκι άγριο κατάτρωγε νύχτα και μέρα τα σωθικά της. Αναζήτησε το φάρμακο στα βιβλία. Καράβια ολόκληρα μελέτησε. Τίποτα. Το σαράκι συνέχιζε ανελέητα να την κατατρώει. Έφταιγε και η θέση…

Από κει πάνω μπορούσε κι έβλεπε πέρα μακριά μια πράσινη θάλασσα να αργοσαλεύει. Φριχτές υποψίες περνούσαν απ’ το μυαλό της… Δεν είμαστε μόνοι! Το δέντρο μας δεν είναι το μοναδικό δέντρο στον κόσμο. Είναι μάταιο, μάταιο, ψιθύρισε, να βρούμε τι είναι το δέντρο. Εκεί πέρα υπάρχουν εκατοντάδες, χιλιάδες, εκατομμύρια, αμέτρητα δέντρα. Κι εμείς ένα τίποτα μέσα στο άπειρο σύμπαν.

Πήρε να κλαίει και να σπαράζει. Η αλήθεια, το είπαν από παλιά, είναι πολύ πικρή. Ξεχείλιζε από οργή και πόνο. Ένα μηδέν, λοιπόν; Ένα τίποτα; Ε! όχι λοιπόν, βροντοφώναξε. Έχω τη θέλησή μου, την ελευθερία μου, τα έχω όλα. Εγώ αποφασίζω, εγώ βάζω το τέλος.

Τέρμα είπε τα λόγια. Πολλοί λαλήσαν την αλήθεια, μα είπαν ψέματα. Εν αρχή ην η πράξη. Και η πράξη είναι λόγος. Ο τελευταίος μου λόγος.

Αίνιγμα και δώρο τα μετέπειτα… άλυτο ακόμα το πρώτο, όχι όσο πρέπει αναγνωρισμένο το δεύτερο…

Και οι κάμπιες συνέχιζαν … άλλες τρώγοντας και πίνοντας, άλλες αναζητώντας τα ίχνη της αλήθειας… και τα ντοκουμέντα της γνησιότητας και μέτρα να τη μετρήσουν… Και μία και δυο και τρεις και τέσσερις αλήθειες… Κάθε κάμπια και το φύλλο της. Κάθε φύλλο και ο κόσμος ολόκληρος για την κάμπια.


Κι εκείνος δεν είναι πια εδώ. Να μας τραβήξει λίγο το αυτί και να μας πει αυστηρά:



"Η αλήθεια δεν είναι λόγια. Είναι πράξη.
Αφήστε τα μπλα μπλα και ζήστε την, ζήστε την αλήθεια."

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αφιέρωμα στην Κατερίνα μας