Αποθανείν θέλω


"Έρωτας είναι η τέχνη του να φεύγεις. " *

Άφησα μία φίλη και πόνεσα.
Άφησα έναν άντρα. Και έκλαψα.
Άφησα τη θάλασσα. Και βούλιαξε η ψυχή μου.
Άφησα όνειρα. Και πλημμύρισα πίκρα απέραντη.
Άφησα κι αν άφησα. Και νόμιζα η τρελή πως έμαθα να φεύγω.

Μα τώρα πρέπει να πω αντίο στον τόπο που μεγάλωσα.
Στο αυτί του λαγού και στα σταφύλια του κούκου.
Στις ντάλιες της Πηνελόπης και στον τρελό χορό των νιφάδων.
Να αφήσω πρέπει τη γη μου. Το χώμα που αγάπησα.

Και δεν το αντέχω.
Πονά η ψυχή μου απόψε.
Και ζητά τη Σίβυλλα.
Έρωτας είναι η τέχνη να πεθαίνεις.

_________________________________________

* "Έρωτας είναι η τέχνη του να φεύγεις. " Από το βιβλίο του Δημήτρη Λιαντίνη, ΓΚΕΜΜΑ. σελ 170

_________________________________________

"Είπες· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ’ είν’ η καρδιά μου ― σαν νεκρός ― θαμένη.
Ο νους μου ώς πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω,
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα».
Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θά ’βρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού ― μη ελπίζεις ―
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες."

Καβάφης «Η Πόλις». Τα ποιήματα, Α΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 21.



_________________________________________________

Δεν έχει πλοίο για με, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή μου ρήμαξα εδώ,
σ' όλη τη γη τη χάλασα.
__________________________________________________



Όταν καμιά φορά βρεθώ σε ανάγκη να περιμένω με τις ώρες αδρανής, σε τρένο ή προθάλαμο γιατρού, άλλο δε βρίσκω να "σκοτώσω" την ώρα παρά παίζοντας ένα χαζό παιχνίδι στο κινητό. Για διάβασμα ούτε να το συζητάτε, το αγαπώ πολύ για να το κάνω παρουσία άλλων... Είναι, που λέτε, ένα ανθρωπάκι που προσπαθεί να γλιτώσει από τα κοτρόνια που έρχονται καταπάνω του. Αν προλάβει να ρίξει κουτουλιά, έχει καλώς. Αλλιώς, πάει καλλιά του. Τέζα το ανθρωπάκι... Στην αρχή τα κοτρόνια έρχονται αργά αργά. Όσο όμως περνά η ώρα, οι ρυθμοί γίνονται όλο και πιο γρήγοροι. Το ανθρωπάκι μου αγωνίζεται να ξεφύγει, έστω κι αν ξέρει πως οι Μήδοι θα διαβούν στο τέλος. Το παιχνίδι δεν τελειώνει παρά μόνο αν έρθει η μοιραία κοτρόνα.

Μερικές φορές κουράζομαι και το αφήνω απροστάτευτο. Να αντιμετωπίσει την τύχη του και το αναπόφευκτο τέλος. Και είναι ανακούφιση. Όσο και λύπη. Δηλαδή μηδέν συναισθήματα. Ψυχρή λογική και αποδοχή του μοιραίου.

Τώρα τελευταία αισθάνομαι σαν αυτό το ανθρωπάκι. Κουτούλησα και ξανακουτούλησα από βότσαλα μέχρι αγκωνάρια. Γέμισε το κεφάλι μου καρούμπαλα και γνώση. Μα το πράμα παράγινε. Κι αρχίζω να ανησυχώ. Γιατί αυτό δεν είναι παιχνίδι. Είναι η ζωή μου.

Χτες βράδυ, μετά από ένα γερό ογκόλιθο, φέρθηκα έξυπνα. Σταύρωσα τα χέρια και φώναξα τη Σίβυλλα. Να τελειώνουμε πια. Ξύπνησα και ήμουν ακόμη ζωντανή. Η Σίβυλλα και πάλι στο μπαλαούρο. Διπλά μανταλωμένη. Συναίσθημα κανένα. Λες και άλλος γλυκοκουβέντιαζε χτες με τη μάντισσα. Και τα καρούμπαλα σταμάτησαν να πονάνε. Με ξέχασαν κι αυτά.
Κι έπιασα να θυμάμαι, τι; Τότε που ταξίδευα τις θάλασσες, παιδί ακόμη. Και καθόμουνα στη πρύμη και έβλεπα τα απόνερα. Παφ παφ η προπέλα έσκιζε τη γλαφυρόγλουτη. Και άφριζε εκείνη και θύμωνε και άνοιγε τα σωθικά της. Κι έπειτα έβλεπα να κλείνουν οι πληγές. Λήθη. Πού πήγαινε τόσος πόνος; Πού τον έπνιγε; Ήρθε μετά ο ποιητής και μου έμαθε:

"Τα σπλάχνα σου και η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν."

Μα είχα πια χωρίσει τους δρόμους μου από τη γαλανή κυρά. Και δεν μπόρεσα, δεν πρόκαμα να τη ρωτήσω. Να σκύψω και να αφουγκραστώ όσα καλά μού κράταγε κρυμμένα. Έμεινα μόνο να πηγαίνω στις ακρογιαλιές και να της λέω τα δικά μου μυστικά. Κι εκείνη μεγαλόψυχη να με παρηγορεί και να με νανουρίζει. Κι εγώ, σαν που με είχε μαθημένη, έκλεινα τις πληγές και τραβούσα παρακάτω. Και παρακάτω. Να φεύγεις και να φεύγεις. Ώσπου μου έγινε συνήθειο και δεύτερο δέρμα. Κι είναι αυτό που με τρομάζει και με φοβίζει πιο πολύ. Όλα αυτά τα πνιγμένα μου, που τόσο βιαστικά τα φυλακίζω εντός μου. Και βρικολακιάζει ο λόγος του ποιητή:

"Μα ο εαυτός μου μια βραδιά εμπρός μου θα υψωθεί και λόγο, ως ένας δικαστής στυγνός, θα μου ζητήσει..."

Ο εαυτός μου... Που τον σκοτώνω ασύστολα κάθε μέρα κι από λίγο. Και τον φεύγω συνέχεια. Ή τον αποφεύγω; Δεν ξέρω τελικά τι να αποκριθώ.

Είναι λύση να σε ξεχάσει ο πόνος; Είναι λύση να μάθεις έτσι εύκολα τον πόνο να θάβεις και να τον ξεχνάς; Λύση, τη Σίβυλλα να αστοχάς κλεισμένη στο αμπάρι; Της Σίβυλλας η τρυφερή ματιά. Θα το πιστέψεις; Απόψε μου λείπει πιο πολύ. Μου λείπει που έτσι και πάλι την παράτησα... Καράβι που όλο φεύγει και φεύγει. Σε ένα ταξίδι ατέλειωτο για τη θολή γραμμή των οριζόντων. Ένας ανάξιος εραστής, ένας αλήτης, στο δρόμο της αιώνιας φυγής.



_________________________________________________



Μπάρκο "Μαρία"
1908. Έργο Αριστείδη Γλύκα. Αυτό το μεγάλο ποντοπόρο μπάρκο έχει σηκώσει πανιά και οι κοντράδες του έχουν μόλις ανοιχτεί. Διακρίνονται οι παπαφίγκοι και οι άνω και κάτω γάμπιες, ο τρίγκος και η μαΐστρα, οι μεσαίες και οι πρυμιές, άνω, μέσες και κάτω στραλιέρες, ο φλόκος, ο κόντρα φλόκος, το φλοκίνι, η ράντα και το φλίσι της μετζάνας που είναι γεμάτα. Πρόκειται για την τυπική αρματωσιά των μεγάλων ιστιοφόρων φορτηγών από την εποχή του πολέμου της Κριμαίας ως το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1853-1939). Η στρογγυλή πρύμνη και η πλώρη ταλιαμάς συναντώνται σχεδόν σε όλα τα πλοία αυτού του είδους, ο σιγμοειδής όμως θαλασσομάχος αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα μόνο των ελληνικών ιστιοφόρων. Το όνομα του πλοίου είναι γραμμένο στη σημαία στην κορυφή του πλωριού ιστού ενώ η σημαία του οίκου ή του ιδιοκτήτη βρίσκεται στην κορυφή του μεσαίου ιστού.
Πηγή πληροφοριών και φωτογραφίας:

_________________________________________________


MΑL DU DEPART

Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,
και θα πεθάνω μια βραδιά, σαν όλες τις βραδιές,
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.

Για το Μαδράς, τη Σιγγαπούρ, τ' Αλγέρι και το Σφάξ
θ' αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία,
κι εγώ, σκυφτός σ' ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς,
θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία.

Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ
οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα' χω πια ξεχάσει,
κι η μάνα μου χαρούμενη θα λέει σ' όποιον ρωτά:
"Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει ..."

Μα ο εαυτός μου μια βραδιάν εμπρός μου θα υψωθεί
και λόγο, ως ένας δικαστής στυγνός, θα μου ζητήσει,
κι αυτό τ' ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί,
θα σημαδέψει, κι άφοβα το φταίχτη θα χτυπήσει.

Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρινές Ινδίες,
θα 'χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.


Νίκος Καββαδίας


_________________________________________________




Turner


Το Βαπόρι

Νάναι ως να 'χεις φύγει -με τους ανέμους- καβάλλα
στο άτι της σιγής κι όλα να πάεις
και vα 'v' πολλά καράβια, πολλή θάλασσα -μεγάλα
σύγνεφα πάνω- οι άνθρωποι κι ο Μάης.

Κι' εντός μου εμένα να βρυχιέται -όλο να τρέμει-
βαρύ ένα βαπόρι και κατόπι
πάλι εσύ κι ο Μάης κι οι ανέμοι
κι έπειτα πάλιν οι ανθρώποι, οι ανθρώποι.

Και να 'ναι όλα απ' ό,τι φεύγει -και δε μένει-
σε μια πόλη ακατοίκητη κι εντός μου
ακυβέρνητο, όλο να σε πηγαίνει το καράβι
έξω απ' τη τρικυμία τούτου του κόσμου.

Γιάννης Σκαρίμπας



Βιογραφικό

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αφιέρωμα στην Κατερίνα μας